Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμβολικός
σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
View word page
συμβούλομαι
συμβούλομαι fut. ήσομαι perf. -βεβούλημαι Dep. to will or to wish with another, c. dat., Eur. to agree with, τινι Plat.:—absol. to consent, Plat.

ShortDef

to will

Debugging

Headword:
συμβούλομαι
Headword (normalized):
συμβούλομαι
Headword (normalized/stripped):
συμβουλομαι
IDX:
30774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30809
Key:
sumbou/lomai

Data

{'content': 'συμβούλομαι\n fut. ήσομαι\n perf. -βεβούλημαι\n Dep. \n to will or to wish with another, c. dat., Eur.\n to agree with, τινι Plat.:—absol. to consent, Plat.', 'key': 'sumbou/lomai'}