Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβόλαιος
συμβολέω
συμβολή
συμβολικός
σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
συμμαθητής
συμμαίνομαι
View word page
συμβουλευτικός
συμβουλευτικός συμβουλευτικός, ή, όν of or for advising, deliberative, of orators, Arist. from συμβουλεύω

ShortDef

of or for advising, hortatory

Debugging

Headword:
συμβουλευτικός
Headword (normalized):
συμβουλευτικός
Headword (normalized/stripped):
συμβουλευτικος
IDX:
30769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30804
Key:
sumbouleutiko/s

Data

{'content': 'συμβουλευτικός\n συμβουλευτικός, ή, όν\n of or for advising, deliberative, of orators, Arist.\n from συμβουλεύω', 'key': 'sumbouleutiko/s'}