Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβόλαιος
συμβολέω
συμβολή
συμβολικός
σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
συμμαθητής
View word page
συμβουλευτέος
συμβουλευτέος συμβουλευτέος, η, ον, verb. adj. of συμβουλεύω to be given as advice, Thuc. -τέον, one must advise, τινί Isocr.
ShortDef
to be given as advice
Debugging
Headword:
συμβουλευτέος
Headword (normalized):
συμβουλευτέος
Headword (normalized/stripped):
συμβουλευτεος
IDX:
30768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30803
Key:
sumbouleute/os
Data
{'content': 'συμβουλευτέος\n συμβουλευτέος, η, ον,\n verb. adj. of συμβουλεύω\n to be given as advice, Thuc.\n -τέον, one must advise, τινί Isocr.', 'key': 'sumbouleute/os'}