Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβόλαιος
συμβολέω
συμβολή
συμβολικός
σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
View word page
συμβούλευμα
συμβούλευμα συμβούλευμα, ατος, τό, from συμβουλεύω advice given, Xen., Arist.

ShortDef

advice given

Debugging

Headword:
συμβούλευμα
Headword (normalized):
συμβούλευμα
Headword (normalized/stripped):
συμβουλευμα
IDX:
30767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30802
Key:
sumbou/leuma

Data

{'content': 'συμβούλευμα\n συμβούλευμα, ατος, τό,\n from συμβουλεύω\n advice given, Xen., Arist.', 'key': 'sumbou/leuma'}