Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβόλαιος
συμβολέω
συμβολή
συμβολικός
σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
View word page
σύμβολος
σύμβολος = σύμβολον, I. 1 an augury, omen, Aesch., Xen.

ShortDef

an augury, omen

Debugging

Headword:
σύμβολος
Headword (normalized):
σύμβολος
Headword (normalized/stripped):
συμβολος
IDX:
30766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30801
Key:
su/mbolos

Data

{'content': 'σύμβολος\n = σύμβολον, I. 1\n an augury, omen, Aesch., Xen.', 'key': 'su/mbolos'}