Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνταυδάω
ἀνταΰω
ἀνταφίημι
ἀντάω
ἀντεγγράφω
ἀντεγκαλέω
ἀντεικάζω
ἀντεῖπον
ἀντεισάγω
ἀντεκκλέπτω
ἀντεκκόπτω
ἀντεκπέμπω
ἀντεκπλέω
ἀντεκτείνω
ἀντεκτίθημι
ἀντεκτρέχω
ἀντελαύνω
ἀντελπίζω
ἀντεμβάλλω
ἀντεμβιβάζω
ἀντεμπήγνυμαι
View word page
ἀντεκκόπτω
ἀντεκκόπτω to knock out in return, Dem.

ShortDef

to knock out in return

Debugging

Headword:
ἀντεκκόπτω
Headword (normalized):
ἀντεκκόπτω
Headword (normalized/stripped):
αντεκκοπτω
IDX:
3079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3080
Key:
a)ntekko/ptw

Data

{'content': 'ἀντεκκόπτω\n to knock out in return, Dem.', 'key': 'a)ntekko/ptw'}