Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμβιόω
συμβιωτέος
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβόλαιος
συμβολέω
συμβολή
συμβολικός
σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
View word page
συμβολικός
συμβολικός συμβολικός, ή, όν σύμβολον signifying by a sign or symbol, symbolical, figurative, Luc. from σύμβολον
ShortDef
signifying by a sign
Debugging
Headword:
συμβολικός
Headword (normalized):
συμβολικός
Headword (normalized/stripped):
συμβολικος
IDX:
30764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30799
Key:
sumboliko/s
Data
{'content': 'συμβολικός\n συμβολικός, ή, όν\n σύμβολον\n signifying by a sign or symbol, symbolical, figurative, Luc.\n from σύμβολον', 'key': 'sumboliko/s'}