Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβιωτέος
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβόλαιος
συμβολέω
συμβολή
συμβολικός
σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
View word page
συμβόλαιος
συμβόλαιος from συμβόλαιον συμβόλαιος, α, ον of or concerning contracts, Thuc.

ShortDef

of or concerning contracts

Debugging

Headword:
συμβόλαιος
Headword (normalized):
συμβόλαιος
Headword (normalized/stripped):
συμβολαιος
IDX:
30761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30796
Key:
sumbo/laios

Data

{'content': 'συμβόλαιος\n from συμβόλαιον\n συμβόλαιος, α, ον\n of or concerning contracts, Thuc.', 'key': 'sumbo/laios'}