συμβόλαιος
συμβόλαιος
from συμβόλαιον
συμβόλαιος, α, ον
of or concerning contracts, Thuc.
{ "content": "συμβόλαιος\n from συμβόλαιον\n συμβόλαιος, α, ον\n of or concerning contracts, Thuc.", "key": "sumbo/laios" }