Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμβελής
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβιωτέος
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβόλαιος
συμβολέω
συμβολή
συμβολικός
σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτικός
View word page
συμβοηθέω
συμβοηθέω fut. ήσω to render joint aid, join in assisting, Thuc., Xen.

ShortDef

to render joint aid, join in assisting

Debugging

Headword:
συμβοηθέω
Headword (normalized):
συμβοηθέω
Headword (normalized/stripped):
συμβοηθεω
IDX:
30759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30794
Key:
sumbohqe/w

Data

{'content': 'συμβοηθέω\n fut. ήσω\n to render joint aid, join in assisting, Thuc., Xen.', 'key': 'sumbohqe/w'}