Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμβατικός
συμβελής
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβιωτέος
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβόλαιος
συμβολέω
συμβολή
συμβολικός
σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
View word page
συμβοήθεια
συμβοήθεια συμβοήθεια, ἡ, joint aid or assistance, Thuc. from συμβοηθέω
ShortDef
joint aid
Debugging
Headword:
συμβοήθεια
Headword (normalized):
συμβοήθεια
Headword (normalized/stripped):
συμβοηθεια
IDX:
30758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30793
Key:
sumbohqei/a
Data
{'content': 'συμβοήθεια\n συμβοήθεια, ἡ,\n joint aid or assistance, Thuc.\n from συμβοηθέω', 'key': 'sumbohqei/a'}