Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύμβασις
συμβατικός
συμβελής
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβιωτέος
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβόλαιος
συμβολέω
συμβολή
συμβολικός
σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
View word page
συμβοάω
συμβοάω fut. ήσομαι to shout together with, τινί Xen. c. acc. to call on others at once, Xen.

ShortDef

to shout together with

Debugging

Headword:
συμβοάω
Headword (normalized):
συμβοάω
Headword (normalized/stripped):
συμβοαω
IDX:
30757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30792
Key:
sumboa/w

Data

{'content': 'συμβοάω\n fut. ήσομαι\n to shout together with, τινί Xen.\n c. acc. to call on others at once, Xen.', 'key': 'sumboa/w'}