Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμβασιλεύω
σύμβασις
συμβατικός
συμβελής
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβιωτέος
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβόλαιος
συμβολέω
συμβολή
συμβολικός
σύμβολον
σύμβολος
View word page
συμβλητός
συμβλητός συμβλητός, ή, όν verb. adj. of συμβάλλω comparable, capable of being compared, absol. or c. dat., Arist.
ShortDef
comparable, capable of being compared
Debugging
Headword:
συμβλητός
Headword (normalized):
συμβλητός
Headword (normalized/stripped):
συμβλητος
IDX:
30756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30791
Key:
sumblhto/s
Data
{'content': 'συμβλητός\n συμβλητός, ή, όν\n verb. adj. of συμβάλλω\n comparable, capable of being compared, absol. or c. dat., Arist.', 'key': 'sumblhto/s'}