Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμβασείω
συμβασιλεύω
σύμβασις
συμβατικός
συμβελής
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβιωτέος
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβόλαιος
συμβολέω
συμβολή
συμβολικός
σύμβολον
View word page
συμβιωτέος
συμβιωτέος συμβιωτέος, ον, verb. adj. one must live with, τινί Arist.
ShortDef
one must live with
Debugging
Headword:
συμβιωτέος
Headword (normalized):
συμβιωτέος
Headword (normalized/stripped):
συμβιωτεος
IDX:
30755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30790
Key:
sumbiwte/os
Data
{'content': 'συμβιωτέος\n συμβιωτέος, ον,\n verb. adj.\n one must live with, τινί Arist.', 'key': 'sumbiwte/os'}