Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύμβαμα
συμβασείω
συμβασιλεύω
σύμβασις
συμβατικός
συμβελής
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβιωτέος
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβόλαιος
συμβολέω
συμβολή
συμβολικός
View word page
συμβιόω
συμβιόω fut. -βιώσομαι perf. -βεβίωκα aor2 -εβίων inf. -βιῶναι to live with another, c. dat., Dem.; in pl. to live together, ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι Plat.

ShortDef

to live with

Debugging

Headword:
συμβιόω
Headword (normalized):
συμβιόω
Headword (normalized/stripped):
συμβιοω
IDX:
30754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30789
Key:
sumbio/w

Data

{'content': 'συμβιόω\n fut. -βιώσομαι\n perf. -βεβίωκα\n aor2 -εβίων\n inf. -βιῶναι\n to live with another, c. dat., Dem.; in pl. to live together, ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι Plat.', 'key': 'sumbio/w'}