Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβασείω
συμβασιλεύω
σύμβασις
συμβατικός
συμβελής
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβιωτέος
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
συμβόλαιον
συμβόλαιος
συμβολέω
συμβολή
View word page
σύμβιος
σύμβιος σύμ-βιος, ον, a companion, partner, Arist.: a husband or wife, Anth.
ShortDef
a companion, partner
Debugging
Headword:
σύμβιος
Headword (normalized):
σύμβιος
Headword (normalized/stripped):
συμβιος
IDX:
30753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30788
Key:
su/mbios
Data
{'content': 'σύμβιος\n σύμ-βιος, ον,\n a companion, partner, Arist.: a husband or wife, Anth.', 'key': 'su/mbios'}