Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συλόνυξ
σῦμα
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβασείω
συμβασιλεύω
σύμβασις
συμβατικός
συμβελής
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβιωτέος
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
View word page
συμβατικός
συμβατικός συμβᾰτικός, ή, όν συμβαίνω II tending to agreement, conciliatory, ξυμβ. λόγοι Thuc.; οὐδὲν πράξαντες ξυμβατικόν having effected nothing towards an agreement, Thuc.:—adv., -κῶς ἔχειν to be inclined to agreement, Plut.

ShortDef

tending to agreement, conciliatory

Debugging

Headword:
συμβατικός
Headword (normalized):
συμβατικός
Headword (normalized/stripped):
συμβατικος
IDX:
30748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30783
Key:
sumbatiko/s

Data

{'content': 'συμβατικός\n συμβᾰτικός, ή, όν\n συμβαίνω II\n tending to agreement, conciliatory, ξυμβ. λόγοι Thuc.; οὐδὲν πράξαντες ξυμβατικόν having effected nothing towards an agreement, Thuc.:—adv., -κῶς ἔχειν to be inclined to agreement, Plut.', 'key': 'sumbatiko/s'}