συμβατικός
συμβατικός
συμβᾰτικός, ή, όν
συμβαίνω II
tending to agreement, conciliatory, ξυμβ. λόγοι Thuc.; οὐδὲν πράξαντες ξυμβατικόν having effected nothing towards an agreement, Thuc.:—adv., -κῶς ἔχειν to be inclined to agreement, Plut.