Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συλλυσσάομαι
συλλύω
συλόνυξ
σῦμα
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβασείω
συμβασιλεύω
σύμβασις
συμβατικός
συμβελής
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβιωτέος
συμβλητός
View word page
συμβασιλεύω
συμβασιλεύω fut. σω to rule or reign together with, τινί Luc.

ShortDef

to rule

Debugging

Headword:
συμβασιλεύω
Headword (normalized):
συμβασιλεύω
Headword (normalized/stripped):
συμβασιλευω
IDX:
30746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30781
Key:
sumbasileu/w

Data

{'content': 'συμβασιλεύω\n fut. σω\n to rule or reign together with, τινί Luc.', 'key': 'sumbasileu/w'}