Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συλλυπέω
συλλυσσάομαι
συλλύω
συλόνυξ
σῦμα
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβασείω
συμβασιλεύω
σύμβασις
συμβατικός
συμβελής
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβιωτέος
View word page
συμβασείω
συμβασείω Desiderat. of συμβαίνω II, to wish to make a league or covenant with another, τινί Thuc.

ShortDef

to wish to make a league

Debugging

Headword:
συμβασείω
Headword (normalized):
συμβασείω
Headword (normalized/stripped):
συμβασειω
IDX:
30745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30780
Key:
sumbasei/w

Data

{'content': 'συμβασείω\n Desiderat. of συμβαίνω\n II, to wish to make a league or covenant with another, τινί Thuc.', 'key': 'sumbasei/w'}