Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συλλοχίτης
συλλυπέω
συλλυσσάομαι
συλλύω
συλόνυξ
σῦμα
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβασείω
συμβασιλεύω
σύμβασις
συμβατικός
συμβελής
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
View word page
σύμβαμα
σύμβαμα σύμβαμα, ατος, τό, συμβαίνω III a chance, casualty, Luc.
ShortDef
a chance, casualty
Debugging
Headword:
σύμβαμα
Headword (normalized):
σύμβαμα
Headword (normalized/stripped):
συμβαμα
IDX:
30744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30779
Key:
su/mbama
Data
{'content': 'σύμβαμα\n σύμβαμα, ατος, τό,\n συμβαίνω III\n a chance, casualty, Luc.', 'key': 'su/mbama'}