Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλούομαι
συλλοχίζω
συλλοχίτης
συλλυπέω
συλλυσσάομαι
συλλύω
συλόνυξ
σῦμα
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβασείω
συμβασιλεύω
σύμβασις
View word page
συλλύω
συλλύω fut. ύσω to help in loosing, Eur.:— to help to solve a difficulty or end a quarrel, Soph. to rest under the same roof, Aesch.; cf. καταλύω.

ShortDef

to help in loosing

Debugging

Headword:
συλλύω
Headword (normalized):
συλλύω
Headword (normalized/stripped):
συλλυω
IDX:
30737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30772
Key:
sullu/w

Data

{'content': 'συλλύω\n fut. ύσω\n to help in loosing, Eur.:— to help to solve a difficulty or end a quarrel, Soph.\n to rest under the same roof, Aesch.; cf. καταλύω.', 'key': 'sullu/w'}