Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλούομαι
συλλοχίζω
συλλοχίτης
συλλυπέω
συλλυσσάομαι
συλλύω
συλόνυξ
σῦμα
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβάλλω
σύμβαμα
συμβασείω
View word page
συλλυπέω
συλλυπέω fut. ήσω to hurt or mortify together, σ. τινα αὑτῷ to make him share oneʼs grief, Arist. Pass., fut. -λυπηθήσομαι and in mid. form -λυπήσομαι: — to sympathise or condole with, τινί Hdt., Attic

ShortDef

to hurt

Debugging

Headword:
συλλυπέω
Headword (normalized):
συλλυπέω
Headword (normalized/stripped):
συλλυπεω
IDX:
30735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30770
Key:
sullupe/w

Data

{'content': 'συλλυπέω\n fut. ήσω\n to hurt or mortify together, σ. τινα αὑτῷ to make him share oneʼs grief, Arist.\n Pass., fut. -λυπηθήσομαι and in mid. form -λυπήσομαι: — to sympathise or condole with, τινί Hdt., Attic', 'key': 'sullupe/w'}