Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύλληψις
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλούομαι
συλλοχίζω
συλλοχίτης
συλλυπέω
συλλυσσάομαι
συλλύω
συλόνυξ
σῦμα
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβάλλω
σύμβαμα
View word page
συλλοχίτης
συλλοχίτης συλ-λοχί_της, ου, ὁ, a soldier of the same λόχος, Hdt.

ShortDef

a soldier of the same

Debugging

Headword:
συλλοχίτης
Headword (normalized):
συλλοχίτης
Headword (normalized/stripped):
συλλοχιτης
IDX:
30734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30769
Key:
sulloxi/ths

Data

{'content': 'συλλοχίτης\n συλ-λοχί_της, ου, ὁ,\n a soldier of the same λόχος, Hdt.', 'key': 'sulloxi/ths'}