Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συλληπτέος2
συλλήπτωρ
σύλληψις
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλούομαι
συλλοχίζω
συλλοχίτης
συλλυπέω
συλλυσσάομαι
συλλύω
συλόνυξ
σῦμα
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
View word page
συλλούομαι
συλλούομαι Mid. or Pass. to bathe together, Plut.

ShortDef

to bathe together

Debugging

Headword:
συλλούομαι
Headword (normalized):
συλλούομαι
Headword (normalized/stripped):
συλλουομαι
IDX:
30732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30767
Key:
sullou/omai

Data

{'content': 'συλλούομαι\n Mid. or Pass. to bathe together, Plut.', 'key': 'sullou/omai'}