Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συλλήβδην
συλλήγω
συλληπτέος
συλληπτέος2
συλλήπτωρ
σύλληψις
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλούομαι
συλλοχίζω
συλλοχίτης
συλλυπέω
συλλυσσάομαι
συλλύω
συλόνυξ
σῦμα
View word page
συλλογιστέος
συλλογιστέος συλλογιστέος, η, ον, verb. adj. of συλλογίζομαι to be concluded, Plat. neut. συλλογιστέον one must compute or conclude, Arist.

ShortDef

to be concluded

Debugging

Headword:
συλλογιστέος
Headword (normalized):
συλλογιστέος
Headword (normalized/stripped):
συλλογιστεος
IDX:
30729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30764
Key:
sullogiste/os

Data

{'content': 'συλλογιστέος\n συλλογιστέος, η, ον,\n verb. adj. of συλλογίζομαι\n to be concluded, Plat.\n neut. συλλογιστέον one must compute or conclude, Arist.', 'key': 'sullogiste/os'}