Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συλλέγω
σύλλεκτρος
συλλήβδην
συλλήγω
συλληπτέος
συλληπτέος2
συλλήπτωρ
σύλληψις
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλούομαι
συλλοχίζω
συλλοχίτης
συλλυπέω
συλλυσσάομαι
συλλύω
View word page
συλλογιμαῖος
συλλογιμαῖος συλλογῐμαῖος, α, ον collected from divers places, Luc.
ShortDef
collected from divers places
Debugging
Headword:
συλλογιμαῖος
Headword (normalized):
συλλογιμαῖος
Headword (normalized/stripped):
συλλογιμαιος
IDX:
30727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30762
Key:
sullogimai=os
Data
{'content': 'συλλογιμαῖος\n συλλογῐμαῖος, α, ον\n collected from divers places, Luc.', 'key': 'sullogimai=os'}