Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συλλαλέω
συλλαμβάνω
συλλέγω
σύλλεκτρος
συλλήβδην
συλλήγω
συλληπτέος
συλληπτέος2
συλλήπτωρ
σύλληψις
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλούομαι
συλλοχίζω
συλλοχίτης
συλλυπέω
View word page
συλλογή
συλλογή συλλογή, ἡ, συλλέγω a gathering, collecting, Thuc.: metaph., ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος in the first harvest of a beard, i. e. in early manhood, Aesch. a levying of soldiers, Lat. conscriptio, Xen. a summary, recapitulation, Dem. (from Pass.) an assembly, meeting, Hdt., Lys.

ShortDef

a gathering, collecting

Debugging

Headword:
συλλογή
Headword (normalized):
συλλογή
Headword (normalized/stripped):
συλλογη
IDX:
30725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30760
Key:
sullogh/

Data

{'content': 'συλλογή\n συλλογή, ἡ,\n συλλέγω\n a gathering, collecting, Thuc.: metaph., ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος in the first harvest of a beard, i. e. in early manhood, Aesch.\n a levying of soldiers, Lat. conscriptio, Xen.\n a summary, recapitulation, Dem.\n (from Pass.) an assembly, meeting, Hdt., Lys.', 'key': 'sullogh/'}