Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συλλαγχάνω
συλλαλέω
συλλαμβάνω
συλλέγω
σύλλεκτρος
συλλήβδην
συλλήγω
συλληπτέος
συλληπτέος2
συλλήπτωρ
σύλληψις
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλούομαι
συλλοχίζω
συλλοχίτης
View word page
σύλληψις
σύλληψις σύλ-ληψις, εως, a taking together: a seizing, arresting, ποιεῖσθαι ξύλληψιν to arrest, Thuc. conception, Plut.

ShortDef

a taking together: a seizing, arresting

Debugging

Headword:
σύλληψις
Headword (normalized):
σύλληψις
Headword (normalized/stripped):
συλληψις
IDX:
30724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30759
Key:
su/llhyis

Data

{'content': 'σύλληψις\n σύλ-ληψις, εως,\n a taking together: a seizing, arresting, ποιεῖσθαι ξύλληψιν to arrest, Thuc.\n conception, Plut.', 'key': 'su/llhyis'}