Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συλλαβίζω
συλλαγχάνω
συλλαλέω
συλλαμβάνω
συλλέγω
σύλλεκτρος
συλλήβδην
συλλήγω
συλληπτέος
συλληπτέος2
συλλήπτωρ
σύλληψις
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλούομαι
συλλοχίζω
View word page
συλλήπτωρ
συλλήπτωρ συλλήπτωρ, ορος, ὁ, a partner, accomplice, assistant, Aesch.; τινός in a thing, Eur., etc.

ShortDef

a partner, accomplice, assistant

Debugging

Headword:
συλλήπτωρ
Headword (normalized):
συλλήπτωρ
Headword (normalized/stripped):
συλληπτωρ
IDX:
30723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30758
Key:
sullh/ptwr

Data

{'content': 'συλλήπτωρ\n συλλήπτωρ, ορος, ὁ,\n a partner, accomplice, assistant, Aesch.; τινός in a thing, Eur., etc.', 'key': 'sullh/ptwr'}