Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συλήτειρα
συλλαβή
συλλαβίζω
συλλαγχάνω
συλλαλέω
συλλαμβάνω
συλλέγω
σύλλεκτρος
συλλήβδην
συλλήγω
συλληπτέος
συλληπτέος2
συλλήπτωρ
σύλληψις
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
View word page
συλληπτέος
συλληπτέος συλληπτέος, ον, verb. adj. of συλλαμβάνω one must seize together, Eur.
ShortDef
one must seize together
Debugging
Headword:
συλληπτέος
Headword (normalized):
συλληπτέος
Headword (normalized/stripped):
συλληπτεος
IDX:
30721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30756
Key:
sullhpte/os1
Data
{'content': 'συλληπτέος\n συλληπτέος, ον,\n verb. adj. of συλλαμβάνω\n one must seize together, Eur.', 'key': 'sullhpte/os1'}