Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συλέω
σύλη
συλήτειρα
συλλαβή
συλλαβίζω
συλλαγχάνω
συλλαλέω
συλλαμβάνω
συλλέγω
σύλλεκτρος
συλλήβδην
συλλήγω
συλληπτέος
συλληπτέος2
συλλήπτωρ
σύλληψις
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογιμαῖος
συλλογισμός
συλλογιστέος
View word page
συλλήβδην
συλλήβδην συλλαμβάνω adv. collectively, in sum, in short, Theogn., Aesch., etc.
ShortDef
collectively, in sum, in short
Debugging
Headword:
συλλήβδην
Headword (normalized):
συλλήβδην
Headword (normalized/stripped):
συλληβδην
IDX:
30719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30754
Key:
sullh/bdhn
Data
{'content': 'συλλήβδην\n συλλαμβάνω\n adv. collectively, in sum, in short, Theogn., Aesch., etc.', 'key': 'sullh/bdhn'}