Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συλαγωγέω
σῦλα
συλάω
συλεύω
συλέω
σύλη
συλήτειρα
συλλαβή
συλλαβίζω
συλλαγχάνω
συλλαλέω
συλλαμβάνω
συλλέγω
σύλλεκτρος
συλλήβδην
συλλήγω
συλληπτέος
συλληπτέος2
συλλήπτωρ
σύλληψις
συλλογή
View word page
συλλαλέω
συλλαλέω fut. ήσω to talk or converse with another, NTest.

ShortDef

to talk

Debugging

Headword:
συλλαλέω
Headword (normalized):
συλλαλέω
Headword (normalized/stripped):
συλλαλεω
IDX:
30715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30750
Key:
sullale/w

Data

{'content': 'συλλαλέω\n fut. ήσω\n to talk or converse with another, NTest.', 'key': 'sullale/w'}