Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄντα
ἀνταρκέω
ἀντασπάζομαι
ἀνταύγεια
ἀνταυγέω
ἀνταυδάω
ἀνταΰω
ἀνταφίημι
ἀντάω
ἀντεγγράφω
ἀντεγκαλέω
ἀντεικάζω
ἀντεῖπον
ἀντεισάγω
ἀντεκκλέπτω
ἀντεκκόπτω
ἀντεκπέμπω
ἀντεκπλέω
ἀντεκτείνω
ἀντεκτίθημι
ἀντεκτρέχω
View word page
ἀντεγκαλέω
ἀντεγκαλέω to accuse in turn, Dem.

ShortDef

to accuse in turn

Debugging

Headword:
ἀντεγκαλέω
Headword (normalized):
ἀντεγκαλέω
Headword (normalized/stripped):
αντεγκαλεω
IDX:
3074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3075
Key:
a)ntegkale/w

Data

{'content': 'ἀντεγκαλέω\n to accuse in turn, Dem.', 'key': 'a)ntegkale/w'}