Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συκοφόρος
συλαγωγέω
σῦλα
συλάω
συλεύω
συλέω
σύλη
συλήτειρα
συλλαβή
συλλαβίζω
συλλαγχάνω
συλλαλέω
συλλαμβάνω
συλλέγω
σύλλεκτρος
συλλήβδην
συλλήγω
συλληπτέος
συλληπτέος2
συλλήπτωρ
σύλληψις
View word page
συλλαγχάνω
συλλαγχάνω fut. -λήξομαι perf. -είληχα to be chosen by lot with others, Plut.
ShortDef
to be chosen by lot with
Debugging
Headword:
συλλαγχάνω
Headword (normalized):
συλλαγχάνω
Headword (normalized/stripped):
συλλαγχανω
IDX:
30714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30749
Key:
sullagxa/nw
Data
{'content': 'συλλαγχάνω\n fut. -λήξομαι\n perf. -είληχα\n to be chosen by lot with others, Plut.', 'key': 'sullagxa/nw'}