Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συκοφάντρια
συκόφασις
συκοφορέω
συκοφόρος
συλαγωγέω
σῦλα
συλάω
συλεύω
συλέω
σύλη
συλήτειρα
συλλαβή
συλλαβίζω
συλλαγχάνω
συλλαλέω
συλλαμβάνω
συλλέγω
σύλλεκτρος
συλλήβδην
συλλήγω
συλληπτέος
View word page
συλήτειρα
συλήτειρα σῡλήτειρα, ἡ, a robber, Eur. fem. as if from συλητήρ
ShortDef
a robber
Debugging
Headword:
συλήτειρα
Headword (normalized):
συλήτειρα
Headword (normalized/stripped):
συλητειρα
IDX:
30711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30746
Key:
sulh/teira
Data
{'content': 'συλήτειρα\n σῡλήτειρα, ἡ,\n a robber, Eur.\n fem. as if from συλητήρ', 'key': 'sulh/teira'}