Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκοφάντρια
συκόφασις
συκοφορέω
συκοφόρος
συλαγωγέω
σῦλα
συλάω
συλεύω
συλέω
σύλη
συλήτειρα
συλλαβή
συλλαβίζω
συλλαγχάνω
συλλαλέω
συλλαμβάνω
συλλέγω
σύλλεκτρος
συλλήβδην
View word page
συλέω
συλέω συλάω:—Mid. to steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος (Doric for -ούμενος) Theocr.
ShortDef
to steal for oneself
Debugging
Headword:
συλέω
Headword (normalized):
συλέω
Headword (normalized/stripped):
συλεω
IDX:
30709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30744
Key:
sule/w
Data
{'content': 'συλέω\n συλάω:—Mid. to steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος (Doric for -ούμενος) Theocr.', 'key': 'sule/w'}