συλέω
συλέω
συλάω:—Mid. to steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος (Doric for -ούμενος) Theocr.
{
"content": "συλέω\n συλάω:—Mid. to steal for oneself, κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενος (Doric for -ούμενος) Theocr.",
"key": "sule/w"
}