Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συκόομαι
συκοτραγέω
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκοφάντρια
συκόφασις
συκοφορέω
συκοφόρος
συλαγωγέω
σῦλα
συλάω
συλεύω
συλέω
σύλη
συλήτειρα
συλλαβή
συλλαβίζω
View word page
συκοφορέω
συκοφορέω fut. ήσω to carry figs, Anth. from σῡκοφόρος

ShortDef

to carry figs

Debugging

Headword:
συκοφορέω
Headword (normalized):
συκοφορέω
Headword (normalized/stripped):
συκοφορεω
IDX:
30703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30738
Key:
sukofore/w

Data

{'content': 'συκοφορέω\n fut. ήσω\n to carry figs, Anth.\n from σῡκοφόρος', 'key': 'sukofore/w'}