Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοτραγέω
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκοφάντρια
συκόφασις
συκοφορέω
συκοφόρος
συλαγωγέω
σῦλα
συλάω
συλεύω
συλέω
σύλη
συλήτειρα
View word page
συκοφάντρια
συκοφάντρια σῡκοφάντρια, ἡ, fem. of συκοφάντης, Ar.
ShortDef
female sycophant (informer, false accuser)
Debugging
Headword:
συκοφάντρια
Headword (normalized):
συκοφάντρια
Headword (normalized/stripped):
συκοφαντρια
IDX:
30701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30736
Key:
sukofa/ntria
Data
{'content': 'συκοφάντρια\n σῡκοφάντρια, ἡ,\n fem. of συκοφάντης, Ar.', 'key': 'sukofa/ntria'}