Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συκίς
συκολογέω
συκολόγος
συκομορέα
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοτραγέω
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκοφάντρια
συκόφασις
συκοφορέω
συκοφόρος
συλαγωγέω
σῦλα
View word page
συκοφάντημα
συκοφάντημα from σῡκοφαντέω σῡκοφάντημα, ατος, τό, a sycophantʼs trick, false accusation, calumny, Aeschin.

ShortDef

a sycophant's trick, false accusation, calumny

Debugging

Headword:
συκοφάντημα
Headword (normalized):
συκοφάντημα
Headword (normalized/stripped):
συκοφαντημα
IDX:
30696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30731
Key:
sukofa/nthma

Data

{'content': 'συκοφάντημα\n from σῡκοφαντέω\n σῡκοφάντημα, ατος, τό,\n a sycophantʼs trick, false accusation, calumny, Aeschin.', 'key': 'sukofa/nthma'}