Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συκίζω
σύκινος
συκίς
συκολογέω
συκολόγος
συκομορέα
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοτραγέω
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκοφάντρια
συκόφασις
συκοφορέω
συκοφόρος
View word page
συκοτραγέω
συκοτραγέω fut. ήσω τραγεῖν to eat figs, Theophr.
ShortDef
to eat figs
Debugging
Headword:
συκοτραγέω
Headword (normalized):
συκοτραγέω
Headword (normalized/stripped):
συκοτραγεω
IDX:
30694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30729
Key:
sukotrage/w
Data
{'content': 'συκοτραγέω\n fut. ήσω\n τραγεῖν\n to eat figs, Theophr.', 'key': 'sukotrage/w'}