Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκίς
συκολογέω
συκολόγος
συκομορέα
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοτραγέω
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκοφάντρια
συκόφασις
συκοφορέω
View word page
συκόομαι
συκόομαι from σῦκον Pass. to be fed with figs, Anth.

ShortDef

to be fed with figs

Debugging

Headword:
συκόομαι
Headword (normalized):
συκόομαι
Headword (normalized/stripped):
συκοομαι
IDX:
30693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30728
Key:
suko/omai

Data

{'content': 'συκόομαι\n from σῦκον\n Pass. to be fed with figs, Anth.', 'key': 'suko/omai'}