Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκίς
συκολογέω
συκολόγος
συκομορέα
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοτραγέω
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντία
συκοφαντίας
συκοφαντικός
συκοφάντρια
συκόφασις
View word page
σῦκον
σῦκον .σῦκον, ου, τό, the fruit of the συκῆ, a fig, Lat. ficus, Od., etc.: proverb., σῦκα αἰτεῖν, i. e. to be dainty, Ar. a wart on the eyelid, Ar.

ShortDef

fig

Debugging

Headword:
σῦκον
Headword (normalized):
σῦκον
Headword (normalized/stripped):
συκον
IDX:
30692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30727
Key:
su=kon

Data

{'content': 'σῦκον\n .σῦκον, ου, τό,\n the fruit of the συκῆ, a fig, Lat. ficus, Od., etc.: proverb., σῦκα αἰτεῖν, i. e. to be dainty, Ar.\n a wart on the eyelid, Ar.', 'key': 'su=kon'}