Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συκάζω
συκάμινον
συκάμινος
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκίς
συκολογέω
συκολόγος
συκομορέα
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοτραγέω
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντία
συκοφαντίας
View word page
συκομορέα
συκομορέα σῡκομορέα, or -αία, ἡ, = συκόμορος, NTest.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συκομορέα
Headword (normalized):
συκομορέα
Headword (normalized/stripped):
συκομορεα
IDX:
30689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30724
Key:
sukomore/a

Data

{'content': 'συκομορέα\n σῡκομορέα, or -αία, ἡ,\n = συκόμορος, NTest.', 'key': 'sukomore/a'}