Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συζωοποιέω
συκάζω
συκάμινον
συκάμινος
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκίς
συκολογέω
συκολόγος
συκομορέα
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοτραγέω
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
συκοφαντία
View word page
συκολόγος
συκολόγος σῡκο-λόγος, ον, λέγω gathering figs.

ShortDef

gathering figs

Debugging

Headword:
συκολόγος
Headword (normalized):
συκολόγος
Headword (normalized/stripped):
συκολογος
IDX:
30688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30723
Key:
sukolo/gos

Data

{'content': 'συκολόγος\n σῡκο-λόγος, ον,\n λέγω\n gathering figs.', 'key': 'sukolo/gos'}