Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύζυξ
συζωοποιέω
συκάζω
συκάμινον
συκάμινος
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκίς
συκολογέω
συκολόγος
συκομορέα
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοτραγέω
συκοφαντέω
συκοφάντημα
συκοφάντης
View word page
συκολογέω
συκολογέω fut. ήσω to gather figs, Ar. from σῡκολόγος
ShortDef
to gather figs
Debugging
Headword:
συκολογέω
Headword (normalized):
συκολογέω
Headword (normalized/stripped):
συκολογεω
IDX:
30687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30722
Key:
sukologe/w
Data
{'content': 'συκολογέω\n fut. ήσω\n to gather figs, Ar.\n from σῡκολόγος', 'key': 'sukologe/w'}