Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύζυγος
σύζυξ
συζωοποιέω
συκάζω
συκάμινον
συκάμινος
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκίς
συκολογέω
συκολόγος
συκομορέα
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοτραγέω
συκοφαντέω
συκοφάντημα
View word page
συκίς
συκίς σῡκίς, ίδος, ἡ, συκέη a slip or cutting from a fig-tree, a young fig-tree, Ar.

ShortDef

a slip or cutting from a fig tree

Debugging

Headword:
συκίς
Headword (normalized):
συκίς
Headword (normalized/stripped):
συκις
IDX:
30686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30721
Key:
suki/s

Data

{'content': 'συκίς\n σῡκίς, ίδος, ἡ,\n συκέη\n a slip or cutting from a fig-tree, a young fig-tree, Ar.', 'key': 'suki/s'}