Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συζύγιος
σύζυγος
σύζυξ
συζωοποιέω
συκάζω
συκάμινον
συκάμινος
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκίς
συκολογέω
συκολόγος
συκομορέα
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοτραγέω
συκοφαντέω
View word page
σύκινος
σύκινος σύκῐνος, η, ον συκῆ of the fig-tree, σ. ξύλον fig wood, Ar.:—the wood of the fig was spongy and useless (Horaceʼs inutile lignum), Plat.:—hence, metaph., σύκινοι ἄνδρες worthless, good-for-nothing fellows, Theocr.; σ. σύζυγος a false, treacherous comrade, with a play on συκοφαντικός, Ar.

ShortDef

of the fig-tree

Debugging

Headword:
σύκινος
Headword (normalized):
σύκινος
Headword (normalized/stripped):
συκινος
IDX:
30685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30720
Key:
su/kinos

Data

{'content': 'σύκινος\n σύκῐνος, η, ον\n συκῆ\n of the fig-tree, σ. ξύλον fig wood, Ar.:—the wood of the fig was spongy and useless (Horaceʼs inutile lignum), Plat.:—hence,\n metaph., σύκινοι ἄνδρες worthless, good-for-nothing fellows, Theocr.; σ. σύζυγος a false, treacherous comrade, with a play on συκοφαντικός, Ar.', 'key': 'su/kinos'}