Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνταπόλλυμι
ἀνταποτίνω
ἀνταποφαίνω
ἄντα
ἀνταρκέω
ἀντασπάζομαι
ἀνταύγεια
ἀνταυγέω
ἀνταυδάω
ἀνταΰω
ἀνταφίημι
ἀντάω
ἀντεγγράφω
ἀντεγκαλέω
ἀντεικάζω
ἀντεῖπον
ἀντεισάγω
ἀντεκκλέπτω
ἀντεκκόπτω
ἀντεκπέμπω
ἀντεκπλέω
View word page
ἀνταφίημι
ἀνταφίημι ἀντί,ἀπό ἵημι to let go or let fall in turn, Eur.

ShortDef

to let go

Debugging

Headword:
ἀνταφίημι
Headword (normalized):
ἀνταφίημι
Headword (normalized/stripped):
ανταφιημι
IDX:
3071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3072
Key:
a)ntafi/hmi

Data

{'content': 'ἀνταφίημι\n ἀντί,ἀπό ἵημι\n to let go or let fall in turn, Eur.', 'key': 'a)ntafi/hmi'}