Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συζυγία
συζύγιος
σύζυγος
σύζυξ
συζωοποιέω
συκάζω
συκάμινον
συκάμινος
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκίς
συκολογέω
συκολόγος
συκομορέα
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
συκοτραγέω
View word page
συκίζω
συκίζω fut. ίσω σῦκον to fatten with figs, Anth.
ShortDef
to fatten with figs
Debugging
Headword:
συκίζω
Headword (normalized):
συκίζω
Headword (normalized/stripped):
συκιζω
IDX:
30684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30719
Key:
suki/zw
Data
{'content': 'συκίζω\n fut. ίσω\n σῦκον\n to fatten with figs, Anth.', 'key': 'suki/zw'}