Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συζοφόω
συζυγία
συζύγιος
σύζυγος
σύζυξ
συζωοποιέω
συκάζω
συκάμινον
συκάμινος
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκίς
συκολογέω
συκολόγος
συκομορέα
συκόμορον
συκόμορος
σῦκον
συκόομαι
View word page
συκίδιον
συκίδιον σῡκίδιον (ῐ), ου, τό, Dim. of σῦκον, Ar.

ShortDef

little fig

Debugging

Headword:
συκίδιον
Headword (normalized):
συκίδιον
Headword (normalized/stripped):
συκιδιον
IDX:
30683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30718
Key:
suki/dion

Data

{'content': 'συκίδιον\n σῡκίδιον (ῐ), ου, τό,\n Dim. of σῦκον, Ar.', 'key': 'suki/dion'}