Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύζευξις
συζητέω
συζητητής
συζοφόω
συζυγία
συζύγιος
σύζυγος
σύζυξ
συζωοποιέω
συκάζω
συκάμινον
συκάμινος
συκῆ
συκίδιον
συκίζω
σύκινος
συκίς
συκολογέω
συκολόγος
συκομορέα
συκόμορον
View word page
συκάμινον
συκάμινον σῡκάμῑνον (ᾰ), ου, τό, the fruit of the συκάμινος, a mulberry, Lat. morum, Arist.
ShortDef
the fruit of the συκάμινος, mulberry
Debugging
Headword:
συκάμινον
Headword (normalized):
συκάμινον
Headword (normalized/stripped):
συκαμινον
IDX:
30680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30715
Key:
suka/minon
Data
{'content': 'συκάμινον\n σῡκάμῑνον (ᾰ), ου, τό,\n the fruit of the συκάμινος, a mulberry, Lat. morum, Arist.', 'key': 'suka/minon'}